x

Σταχτοραπερόνι

59381 59380
Καλλιτέχνης: Γαλάνη Δήμητρα Ημισκούμπρια
Άλμπουμ: Ημισκούμπρια 2030
Συνθέτης: Ημισκούμπρια
Στιχουργός: Ημισκούμπρια
Είδος μουσικής: Έντεχνο Ελληνικό Ραπ
Θεματολογία: Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 1999

Μια φορά κι έναν καιρό μες στο κέντρο στην Αθήνα
ήταν ένα καλό παιδί που έκανε βιτρίνα
σ’ ένα μαγαζί με αφεντικό ένα γέρο.
Πως άντεχε εκεί μέσα στ’ αλήθεια δεν το ξέρω.
Είχε και δυο γιους σκέτη μοχθηρία
που να μειώσουν το παιδί δε χάναν ευκαιρία.
Κι ας πούμε εγώ πως ήμουν το παιδί το αναφέρον
για να `χει η ιστορία λιγάκι ενδιαφέρον.
Σκούπιζα, ξεσκόνιζα, μαγείρευα στιφάδο,
έπλενα τ’ αμάξι τους με σπόγγο και με κάδο
και κάθε μήνα έπεφτε μισθός το ξεροκόμματο.
Για να ζήσω έκανα τις νύχτες τον αώματο.
Κι ενώ του γέρου έπιπταν στα μούτρα μου τα σάλια
σκεφτόμουν το λαιμό του σαν καρύδι στην τανάλια.
Ακούστηκε ντουντούκα, ήταν ένας τελάλης.
Για να μη γίνω κλασσικός, δεν ήτανε ο Γκάλης.
”Ακoύσατε, ακούσατε, μπορείτε να ραπάρετε.
Σε τούτο το διαγωνισμό μέρος πρέπει να πάρετε.
Και όποιου από `σας μας αρέσουνε τα μούτρα
να μάθει στην πριγκίπισσα όλο το Kamasutra.”

Φτωχό πλην όμως τίμιο σταχτοραπερόνι.
Μια καλή νεράιδα με θαύμα σε γλιτώνει.

The fata and the tsoglans χωρίς καιρό να χάσουν
χιπ χοπικό εξοπλισμό έτρεξαν να νοικιάσουν.
Κουκουλίδια και σκουφιά, φουφούλα, παντελόνια
κι απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μου ντυθήκαν ραπερόνια.
Κι εγώ T-shirt Lefkada και τρύπιο παντελόνι.
Έμεινα να σφυρηλατώ πέταλο στο αμμώνι.
Να ‘ρθω τους λέω να πω κι εγώ τραγούδι που ριμάρει
μα αυτοί τρελά γελώντας με κλείσαν στο κελάρι.
Κι έτσι όπως καθάριζα τον κύριο Κακουλίδη
κάτι σαν μια λάμψη μου πετάει το βουρτσίδι.
Μετά τη νέα Λάμψακο που μου ‘φυγε η τύφλα
μαύρη είδα νεράιδα σαν την queen Latifah.
Μου φοράν χρυσό Kangoli, τσουρέκι αλυσίδα
και στο χέρι το μικρόφωνο του βασιλιά του Μίδα.
Βίδωσε στ’ αυτί μου σκουλαρίκι με διαμάντι
και μου χάρισε Vocoder για να μοιάζω με το Δάντη.
Μου φόρεσε στο πόδι Adidas αυθεντικό
κι έκανε το πατίνι μου κίτρινο πορσικό.
Μου λέει `’Ανέβα στη σκηνή και δωσ’ τα όλα τώρα
μα φύγε πριν κουνήσει η δωδέκατη η ώρα”.

Φτωχό πλην όμως τίμιο σταχτοραπερόνι.
Μια καλή νεράιδα με θαύμα σε γλιτώνει.

Ήταν κατά τις έντεκα που ανέβηκα στην πίστα
κι ήμουν ο τελευταίος MC μέσα στη λίστα.
Από κάτω το κοινό άρχισε να παρακμάζει
και η πριγκιπογκόμενα είχε αρχίσει να νυστάζει.
Πήρα το μικρόφωνο κι η φωνή μου τους προστάζει
”Τα χέρια στον αέρα σαν να μη σας νοιάζει”.
Το πλήθος τότε άρχισε τις ζητωκραυγές
κι η πριγκιπέσα εξέπεμπε κόκκινες καρδιές.
Μα λίγο πριν τελειώσω ακούστηκε ο Big Bess
να ξεκινάει να χτυπά προς 12 φορές.
Το Adidas απ’ τη φούρια έμεινε για πάντα πίσω
κι η πρινσέσσα με λυγμούς φωνάζει `’Γύρνα πίσω”.
Η 924 αν έμενα λιγάκι
πατίνι θα γινότανε το kangol μου ψαθάκι.
Μα η πριγκιποπούρσναχ που τα `βλεπε όλα ρόδινα
όργωσε την Αθήνα να ταιριάξει το υπόδημα.
Ήρθε απ’ το μαγαζί που δούλευα κι εγώ
και ταίριαξε το Atita στου αφεντικού το γιο.
Το κέρατό μου μέσα! Πάλι ατυχία!
Και ζήσανε αυτοί καλά κι εγώ πουλώ λαχεία.

Φτωχό πλην όμως τίμιο σταχτοραπερόνι.
Μια καλή νεράιδα με θαύμα σε γλιτώνει.