Η μηχανή η αράπικη
που φτιάχνει τις «ζαΐρες»
σκουριά, στης μνήμης τη σκουριά
κάτω απ’ οδοστρωτήρες
Η μηχανή η αράπικη
πατάει γόβα γιάπικη
αλύπητη, βαριά
για να γλεντούν οι άποικοι
Νιώθω τη θλίψη του Τσιτσάνη
Βαρύ, παλιομοδίτικο νταλκά,
όταν σφυρίζουν ρυμουλκά,
χαράματα έξω απ’ το λιμάνι.
Η μηχανή η μαγκίτικη
που «Κυριακές» μουσκεύει
πουλιέται για τη γκλαμουριά
και των αστών τα σκεύη.
Η μηχανή η μαγκίτικη
σε κοινωνία αλήτικη
τραβάει τα λουριά
με «visa» ασφαλίτικη
Νιώθω τη θλίψη του Τσιτσάνη
Βαρύ, παλιομοδίτικο νταλκά,
όταν σφυρίζουν ρυμουλκά,
χαράματα έξω απ’ το λιμάνι.