Εκεί, προς τις γραμμές του Νότιου απείρου
Περήφανο ως λικνίζοντας το πλοίο
Με δύο γλαρά φουγάρα και ονείρου
Φώτα χρυσά η Κυρία μ’ ένα βιβλίο,
Στο χέρι εμελαγχολεί… τι θεία ώρα
Στα βαλς που η σάλα αντηχεί κι είχεν έβγει
Μισή φωτιά η σελήνη!… και τι φιόρα
οι έξωμες μηλαίδες και τα ζεύγη.
Που ωραία στροβιλίζονταν. Η μπάντα
που ανύποπτους σε μέθη αιθέρια εώρει!
Και η Κυρία ωωω! … που εκράτει πάντα
εκείνο το βιβλίο… το βαπόρι
Στο πέλαο που αγάλι έκανε κράτει…
Ω η Κυρία, η Κυρία αυτή η μοιραία
με πάντα το βιβλίο τώρα ω νάτη
κρυφά το σκα απ’ την πόρτα κι ειν’ ωραία.
Μα ωχρή… Ενώ το πλοίο πλέει ή δεν πλέει;
το πλοίαρχο κρατεί κι αχνή και κρύα:
«Γροίκησα σαν κάποιο τίναγμα…» του λέει.
– Μα βέβαια, βυθιζόμεθα Κύρια!