Λοιπόν ωραία! Εφτάσαμε, ποιος ξέρει από τι κήπους
Ξένα πουλιά γης άγνωστης – Πρώσσοι εδώ ατενείς-
Και είμαστ’ εδώ (στης χάλκινης καρδιάς μας μπρος τους χτύπους)
Μ’ άγνωστο εντός μας γύρισμα και ρόγχο μηχανής
Κι ήταν ωραία – πρώτο φτερό- άκρη, άκρη τα’ ακρωτηρίου
Της χίμαιρας ως στάθκαμε με πόζες και ρυθμούς
Με στήθος κούφιο, ακούοντας εντός μας του μυστήριου
Τη ρόδα, πόθους να γυρνά , γρανάζια και αριθμούς
Πρώτο φτερό – τι πήδημα ! – Παράδεισος που εχάθη
Η πρώτη ανυπαρξία μας (αργά τάχα ή νωρίς;)
Κι είμαστ’ –α- χα! – απ’ το υλικό ( να ζούμε χωρίς λάθη)
Που ν’ – με σοφία- οι ηλίθιοι και οι σοφοί ν’ χωρίς…
Λειψοί ή περίσσοι; Αίνιγμα! Μυστήριο γύρω οι τόποι
Και ο σπαραγμός της μύτης μας μοιάζει άνθος του ουρανού
Δε φτάσαμε ή περάσαμε – κι εμείς – να μαστε ανθρώποι;
Δω θες τάχα σταθήκαμε ή πέρα από το νου;