x

Μπαλάντα των παροιμιών

Καλλιτέχνης: Θηβαίος Χρήστος Ζούδιαρης Νίκος
Άλμπουμ: Στον τόπο μου είμαι τέλεια ξένος
Συνθέτης:
Στιχουργός: Σκιαδαρέσης Σπύρος
Είδος μουσικής: Αμελοποίητο
Θεματολογία: Νόημα Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 2001

Όσο πάει στη βρύση, τόσο πιο νωρίς σπάει το λαγήνι.
Τόσο η γίδα κακοπέφτει, όσο πιο βαθιά σκαλίζει.
Όσο σίδερο πυρώσεις, τόσο κόκκινο θα γίνει.
Όσο πιο πολύ χτυπάς το, τόσο πιο πολύ λυγίζει.
Όσο πιο μίζερος είσαι, τόσο ο κόσμος σε μανίζει.
Όσο πιο πολύ αλαργεύεις, τόσο κι οι άλλοι σε ξεχνούνε.
Όσο ένας εχτιμιέται, τόσο και μονάχ’ αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθούνε.

Όση αξία σου δίνει η φήμη, η αξία σου δε στη δίνει.
Όποιος όλο λέει και λέει, να ξελέει γλήγορα αρχίζει.
Όσο πιο εύκολα ένας τάζει, τόσο πιο δύσκολα δίνει.
Όπου κάτι όλο γυρεύει, δε θ’ αργήσει να τ’ ορίζει.
Τόσο πεθυμάμε κάτι, όσο πιο ακριβά κοστίζει,
Όσοι επίμονα το θέλουν, στο φινάλε τ’ αποχτούνε.
Όσο πιο πολύ κοινό είναι, τόσο και πιο λίγο αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθούνε.

Το σκυλί του όποιος πονάει, πεινασμένο δεν τ’ αφήνει.
Όσο το φυλάς το φρούτο, τόσο πιο πολύ σαπίζει.
Τρώει σιγά σιγά τη γούρνα το νερό που η βρύση χύνει.
Χάνει όποιος πολυψειρίζει τ’ ό,τι η μοίρα του χαρίζει.
Δυο λαγούς όποιος ξετρέχει και τους δυο τους αστοχίζει.
Όσοι βιάζονται και τρέχουν, στα κοτρόνια σκουντουφλούνε.
Όσο λες το ίδιο τραγούδι, τόσο ο κόσμος το μπουχτίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθούνε.

Όσο πιότερο αναμπαίζεις, τόσο και το γέλιο σβήνει.
Όσο η χούφτα σου σκορπίζει, τόσο η γούνα σου ξεφτίζει.
Όποιος λέει πάντα του αλήθεια, ζόρκος γλήγορα θα μείνει.
Όσο δέρνεται ο αέρας, τόσο στο χιονιά γυρίζει.
Όποιος το Θεό λατρεύει, σ’ εκκλησιές ξεροσταλίζει.
Τόσα χάρισες, που τώρα δανικά θα σου χρειαστούνε.
Απ’ τα δέκα που σου τάζουν, το `να πόχεις κάλλιο αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθούνε.

Πρίγκιπα, του βουρλισμένου το μυαλό στο τέλος πήζει.
Όσο τονε δέρνουν, τόσο οι τρέλες του τον παρατούνε.
Όσο φρονιμεύει, τόσο όσο ξύλο έφαγε αξίζει.
Όσο κράζεις τις γιορτάδες, τόσο πιο νωρίς θα ‘ρθούνε.