x

Επίλογος

Κύλησε σιγά – σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι’ αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία… Όμως, που και που, τα πρωινά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζαν στην αυλή του σχολείου, ο γεροδάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
«Περίεργο! Τι ‘ναι αυτό;» Αυτός ποτέ δε τους είχε μάθει τραγούδια γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος! Κι επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα, σαν μικρά τρεχαντήρια. Χόρευαν και τραγουδούσαν και αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα και αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους, η Αγέλαστη Πολιτεία.

Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά