x

Βοτάνι, βοτανάκι

Εν τω μεταξύ κάτω στην Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον ’’ύπνο του δικαίου’’, κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράματα και θάματα…

Βοτάνι, βοτανάκι, εννιά φορές να βράσεις,
να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις.
Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς,
και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.

Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά – έβραζε και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό.
Σε μια στιγμή η φωτιά δυνάμωσε και το ξέφωτο άστραψε σαν χρυσάφι και ‘κει μέσα από τη λάμψη ξεπρόβαλε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα.
«Α! νάτη, νάτη, νάτη ήρθε!» φώναξαν οι καλικάνταροι. Ο Μανδρακούλος ψιθύρησε: «Ήρθε το πνεύμα της παπαρούνας» και το μικρό κορίτσι τραγούδησε: