Ωσάν φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κι ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ’ ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κι εβγήκε από’να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα’ σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριών λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σαν δάση,
το μπλάβο, πέτρες χάλαβρο, που μπόρειε να γελάσει