Μπήκα ξαφνικά στο σπίτι
κι ο καπνός απ’ το τσιγάρο μου ‘σπασε τη μύτη,
θα με κάνεις ισοβίτη,
πως τον λένε τον αλήτη που ‘βαλες στο σπίτι.
Το τσιγάρο το στριμμένο, ποιος το κάπνισε
κι αναμμένο, στο τασάκι σου, το άφησε,
κι αναμμένο, στο τασάκι σου, το άφησε,
το τσιγάρο το στριμμένο, ποιος το κάπνισε.
Μπήκα ξαφνικά στο σπίτι
κι είχες διώξει τον αλήτη απ’ την πίσω πόρτα,
ξέρω τι καπνό φουμάρει
το καλό το παλικάρι κι αν δεν ξέρεις, ρώτα.
Το τσιγάρο το στριμμένο, ποιος το κάπνισε
κι αναμμένο, στο τασάκι σου, το άφησε,
κι αναμμένο, στο τασάκι σου, το άφησε,
το τσιγάρο το στριμμένο, ποιος το κάπνισε.