Εσύ πού μές τό στίχο σου
τά εσώψυχα σου βγάζεις
τό χάρο κοιτάς κατάματα
κοιτάς κατάματα και
δέν τόν λογαριάζεις.
Γράψε τώρα μιά ζεϊμπέκια
πενιές νά κελαηδούνε,
μπόρες δέν μέ τρομάζουνε
όσες καί νά μουρ’θούνε
Βάλε ρεφρέν πολύ βαρύ
νά σέρνει αλυσίδες
γιατί γλεντάνε τή ζωή
μόνο οί μερακλήδες.
Όποιος γουστάρει γιά νά’ρθεί
νά ακούει τή ζειμπεκιά σου
άς πιάσει τό ποτήρι του
τό ποτήρι του
νά πίνει στήν υγειά σου.
Γράψε τώρα μιά ζεϊμπέκια
πενιές νά κελαηδούνε
μπόρες δέν μέ τρομάζουνε
όσες καί νά μουρ’θούνε
Βάλε ρεφρέν πολύ βαρύ
νά σέρνει αλυσίδες
γιατί γλεντάνε τή ζωή
μόνο οί μερακλήδες.
Γράψε τώρα μιά ζεϊμπέκια
πενιές νά κελαηδούνε
μπόρες δέν μέ τρομάζουνε
όσες καί νά μουρ’θούνε.
Βάλε ρεφρέν πολύ βαρύ
νά σέρνει αλυσίδες
γιατί γλεντάνε τή ζωή
μόνο οί μερακλήδες.