x

Κυρά Φροσύνη

66274 66273

Τριάντα μέρες έπαιζες
στα ζάρια τη ζωή σου
Και ας ήξερες το τυχερό,
ποιό θα ήταν το χαρτί σου

Μέτρησες δώδεκα παιδιά
Δεν έλειπε κανένα
Σε ένα λαγούμι στα στενά
Τα ‘χες καλά κρυμμένα

Αλλοι σε είπανε κυρά
Και γω σε είπα μάνα
Αλλοι σε είπανε ζωή
Μα γω σε λέω νάμα

Ηπια το νάμα της ζωής
Απ’ τα δικά δου χέρια
Και ήταν η δίψα μου πληγή
Στου φόβου τα λημέρια

Αλλοι σε είπανε κυρά
Και γω σε είπα μάνα
Αλλοι σε είπανε ζωή
Μα γω σε λέω νάμα

Κυρά Φροσύνη σαν βρεθείς
Στους δρόμους της Λαπήθου
Μοιάζεις με νέο Διγενή
θρύλο του αρχαίου μύθου

Μία χούφτα χώμα και αν γενείς
Πάλι βουνό θα μοιάζεις
Και σαν τον Πενταδάχτυλο
Την πλάτη θα τινάζεις

Αλλοι σε είπανε κυρά
Και γω σε είπα μάνα
Αλλοι σε είπανε ζωή
Μα γω σε λέω νάμα

Ηπια το νάμα της ζωής
Απ’ τα δικά δου χέρια
Και ήταν η δίψα μου πληγή
Στου φόβου τα λημέρια

Αλλοι σε είπανε κυρά
Και γω σε είπα μάνα
Αλλοι σε είπανε ζωή
Μα γω σε λέω νάμα

Σημείωση
«Η ιστορία της θρυλικής μορφής της κυράς της Λαπήθου, Ευφροσύνης Προεστού, μέσα από τα βιώματα 3 στρατιωτών της.

Στην άνιση μάχη της Λαπήθου στις 6 Αυγούστου 1974, 12 στρατιώτες αποκόπηκαν και έμειναν εγκλωβισμένοι πίσω από τις εχθρικές γραμμές. Αυτούς τους 12 εντόπισε η κα Ευφροσύνη Προεστού και τους φρόντισε για 30 μέρες. Όλοι κατάγονταν από περιοχές εκτός της επαρχίας Κερύνειας και δε γνώριζαν τη Λάπηθο. Η κυρά Φροσύνη που τους βρήκε, στάθηκε δίπλα τους σαν μάνα. Τους έκρυψε, τους τάισε, τους έσωσε. Οι δώδεκα στρατιώτες γλύτωσαν και την είχαν ως μητέρα τους.

Συναντώντας, τον Πολύκαρπο Πέτρου, τον Νίκο Νικολάου και τον Ανδρέα Γρηγορίου, συγκλονίστηκα από τις λέξεις, με τις οποίες περιέγραφαν την μορφή της Ευφροσύνης Προεστού, και χωρίς υπερβολή γράφτηκε ο στίχος «ήπια το νάμα της ζωής, απ’ τα δικάσου χέρια» που συμβολίζει την ίδια και την θυσία της. Αυτή η γυναίκα ήταν το νάμα, μα και η μάνα, αυτών των δώδεκα ψυχών.

Η γυναίκα αυτή παραλληλίζεται στο τραγούδι με νέο Διγενή, θρύλο του αρχαίου μύθου, γιατί υπέστη βασανιστήρια και έμεινε ακλόνητη στον ρόλο της, ως μάνα. Δεν τα γέννησε τα παιδιά, τα έζησε.»

Ερευνα – κείμενα : Μαρία Χατζηαυξέντη