x

Φθινοπωρινό

68079 68078 71207 71206

Η θλίψη του καλοκαιριού με πήρε χτες, βαριά,
καθώς περνούσ’ απ’ την αλέα, που πέθαιναν τα ρόδα,
και σταματώντας τη ματιά κατά το δείλι, το ‘δα
να πέφτει τόσο μοναχό, μες στα γυμνά κλαριά…

Κι ο νους μου πήγε στις καλές, τις ήμερες βραδιές,
όταν ανθούσαν οι βραγιές, κι ανάσταιναν οι κλώνοι,
-τότε που σμίγουν οι ψυχές, κι ανοίγουν οι καρδιές,
και μες στη νύχτα, μαγικά, τρεμολαλεί τ’ αηδόνι…

Και σαν εχύθη του βαθιού μεσονυχτιού ο θυμός,
και χύμηξε απ’ τα πέλαγα, γοερή και ποντοπόρα,
ξεσπώντας πάλι, ξαφνικά, μες στις βραγιές, η μπόρα,

μ’ άγγιξε τόσο αδερφικά του κήπου ο πεθαμός,
των ρόδων το ξεφύλλισμα, και της βροχής ο σάλος,
-που είπα ξανά δε θα χαρώ, μήτε κανένας άλλος.