Είναι ο παλιός μου εαυτός
που κάθε νύχτα με ξυπνά.
Δε μου μιλά, δε με κοιτά,
ένα σακάκι ξεχασμένο,
μια άγκυρα που με κρατά.
Εχουν περάσει δύο χρόνια
μέσα σε πέτρινη σιωπή.
Μη με αφήνεις, θα ραγίσω,
είπες κι έγινες βροχή.
Θλιμμένο απόγευμα στην πόλη
σ’ ένα γραφείο με χαρτιά.
Κλέβεις του πόνου τα κουπιά
και ξεκινάς να φύγεις μόνη,
Άννα με τα λευκά φτερά!
Εχουν περάσει δύο χρόνια
μέσα σε πέτρινη σιωπή.
Μη με αφήνεις, θα ραγίσω,
είπες κι έγινες βροχή.