Κι όταν θα ‘ρθει η στιγμή, και πάλι
να κατεβώ προς το βυθό
χωρίς την πίστη, που έχουν άλλοι
μα και χωρίς να φοβηθώ
με την ψυχή που περιμένει
την ώρ’ αυτή, σαν εραστή
(τόσο είναι ταλαιπωρημένη,
και τόσο που έχει κουραστεί)
δε θα ’χω να με συντροφέψει
καμιά παρήγορη φωνή, –
μα θανατώνοντας τη Σκέψη
που τώρα με δολοφονεί
σαν ένα φέρετρο που κλείνει
θα γείρω πάλι, στο βυθό
ζητώντας, μόνο, τη γαλήνη,
που είχα προτού να γεννηθώ…