Τι κι αν όλα λένε, γύρα
πως δεν ήταν ως εκεί
κι αρχινάν, της γης τα μύρα
την παλιά τους μουσική;
Τι κι αν φέγγει, απάνωθέ μου
πλούσιος ο ήλιος ο παλιός;
Όλ’ αυτά, για μένα, Θε μου,
πόσο, τότε, ήσαν αλλιώς..
Κι έτσι, ανοίγοντας τη θύρα,
που οδηγεί προς τα Παλιά,
να σκορπίσουν όλα, γύρα,
σαν ανώφελα πουλιά.
Θα βαδίσω προς το Πέρα
δίχως τίποτα να πω
χωρισμένος κάθε μέρα
κι από κάτι π’ αγαπώ
Καρτερώντας ως την ώρα
πάλι, Θε μου, που θενά
σμίξουμε, για πάντα τώρα
μες στο Μέγα Πουθενά.