Ξεκινάς μ’ ένα βαρκάκι σε λιμάνι απόμερο
που αψεγάδιαστο αγγίζει λίγο – λίγο τ’ όνειρο
μα σα βγεις στο κύμα πάνω κι αντικρίσεις θάλασσες
της ψυχής σου τα κατάρτια δε μετράς που τσάκισες
Μα τα χρόνια σαν περνάνε δε γνωρίζουν γυρισμό
σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι που φλερτάρει το βυθό
Ξεκινάς μ’ ένα βαρκάκι σε καθάριο πέλαγος
μα στις μέρες που κυλάνε δε γνωρίζει έλεος
του ανέμου το χτυπάει η ορμή του βάναυσα
και τα ολόλευκα πανιά του τα μαυρίζει η θάλασσα
Ξεκινάς μ’ ένα βαρκάκι κι όταν πιάσει ωκεανό
έχει χάσει τα νερά του και σ’ αφήνει ναυαγό
κι όπως ψάχνεις τις χαρές σου στης ζωής το μερτικό
έχουν μείνει μόνο οι πίκρες που δεν έχουν τελειωμό