Κλείνω τα βλέφαρα ξανά
την κόρη να βρω του βοριά
μαζί της για να ζήσω.
Ν’ ανοίξω θέλω τα πανιά
με δρόμο την ανηφοριά
φεγγάρι ν’ αντικρίσω.
Ταξίδεψα στα πιο βαθιά,
του νου τα μονοπάτια
να βρω το φως και τη χαρά
που κρύβουνε δυο μάτια.
Του κόσμου όλου η χαρά,
στα χείλη της μικρή φωλιά.
Για πάντα εκεί θα ζήσω.
Θάλασσα είναι η φωτιά
που καίει απόψε την καρδιά.
Δε θέλω να τη σβήσω.