Και καθόμασταν μονάχοι,
μου μιλούσες, με ρωτούσες.
Πόσα η ζωή μας να ‘χει
που ‘κρυβε κι εσύ ζητούσες.
Κι ακουγόταν το τραγούδι
που μιλούσε για αγάπες.
Το ‘παιρνε μακριά ο αγέρας
και το γύρναγε στις στράτες…
Κι αγαπιόμασταν,
που και πότε δε θυμάμαι.
Αγαπιόμασταν,
Ώρες που ‘χαν σταματήσει,
κόσμος που ‘τρεχε να ζήσει,
όλα γύρευαν μια λύση
και εμείς ονειρευόμασταν.
Ακουγόταν μια κιθάρα,
ένας λυπημένος ήχος.
«Έφυγες σαν να μην ήρθες»,
έτσι έλεγε ο στίχος.
Κι ακουγόταν το τραγούδι
που μιλούσε για αγάπες.
Το ‘παιρνε μακριά ο αγέρας
και το γύρναγε στις στράτες