x

Το επόμενο πρωί

Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας, κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σ’ όλη τη χώρα. Δυο – τρεις ξένοι που έτυχε να ‘ναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην Αγέλαστη Πολιτεία, κάηκε το πελεκούδι…, κάηκε…». Δε βαριέσαι όμως. Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα.

Εμείς γι’ αυτά δεν είμαστε, τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε και λένε παραμύθια,
μ’ αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια!
Μα για να πούμε βρε παιδιά και του στραβού το δίκιο,
πως γίνεται το όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;
Εσύ να σκάσεις δάσκαλε και να μην επιμένεις,
και στα μικρά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις!
Εσένανε σε πήραμε να μάθεις τα παιδιά μας,
να γράφουν να διαβάζουνε, να ‘ρθουν στα βήματα μας!
Κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια:
βοτάνια, καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια.

Αλλά εμείς τους είδαμε, ο δάσκαλος δε φταίει!
Ορίστε, τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει!
Έχουν αυτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκια,
έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει με μπαούλο
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο!